πονόκοιλος

πονόκοιλος
ο
αντί κοιλόπονος, πόνος στην κοιλιακή χώρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πονόκοιλος — ο, Ν πόνος τής κοιλιάς, κοιλόπονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + κοιλιά, κατ αντιστροφή τού κοιλόπονος από τη νεώτερη συντακτική εκφορά: πόνος κοιλιάς (πρβλ. πονό δοντος)] …   Dictionary of Greek

  • κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν …   Dictionary of Greek

  • κοιλόπονος — ο 1. ο πόνος τής κοιλιάς, ο πονόκοιλος 2. κολικός, κολικόπονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλ ιά + πόνος (πρβλ. κεφαλό πονος, στομαχό πονος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”